- παγγερμανιστής
- οο οπαδός του παγγερμανισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παγγερμανιστής — ο ο οπαδός τής θεωρίας και τής κίνησης τού παγγερμανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + Γερμανός + επίθημα ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γεωπολιτική — Αντίληψη που στηρίζεται σε παρερμηνευμένα δεδομένα της φυσικής και της οικονομικής γεωγραφίας για να δικαιολογήσει την επιθετική πολιτική ορισμένων κρατών. Οι οπαδοί της υποστηρίζουν τον αποφασιστικό ρόλο των φυσικογεωγραφικών συνθηκών στη ζωή… … Dictionary of Greek
παγγερμανιστικός — ή, ό [παγγερμανιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παγγερμανισμό … Dictionary of Greek